- μεταμίσθωση
- η1. η ενοικίαση μισθίου από τον μισθωτή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η υπενοικίαση2. παράταση μίσθωσης, αναμίσθωση από τον ίδιο μισθωτή με βάση έγγραφη προσυμφωνία ή σιωπηρώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμισθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Α. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.